- πικροθάλασσα
- η(ποιητ.), επίθ. της θάλασσας, που πικραίνει, θλίβει: Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα (λαϊκό τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικροθάλασσα — η, Ν η πικρή θάλασσα, η θάλασσα που φέρνει πίκρες, θλίψεις και συμφορές … Dictionary of Greek
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
πικροκυματούσα — η, Ν (για τη θάλασσα) αυτή που με τα κύματά της προκαλεί πίκρες και συμφορές («θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κύμα, ατος + κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθομαλλ ούσα)] … Dictionary of Greek
πικροκυματούσα — η (ποιητ.), επίθ. της θάλασσας που τα κύματά της πικραίνουν με τις καταστροφές τους τους ανθρώπους, βλ. και πικροθάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)